Tου Μανου Ραπτοπουλου*, από την εφημερίδα “Καθημερινή”, 9/6/12

manos_raptopoulosΕν όψει των εκλογών της 17ης Ιουνίου και ενώ η χώρα μας αντιμετωπίζει σοβαρά δημοσιονομικά προβλήματα, σαφή παραδείγματα από το εξωτερικό καταδεικνύουν ότι υπάρχουν λύσεις που μπορούν να συνεισφέρουν μεσοπρόθεσμα στην εξοικονόμηση σημαντικών πόρων. Οπως και αν διαμορφωθεί τελικά η νέα κυβέρνηση, όλοι όσοι εμπλέκονται στη διαμόρφωση πολιτικής και στην προώθηση των μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η χώρα, είναι σημαντικό να κατανοήσουν τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η εφαρμογή της τεχνολογίας στην επίτευξη μιας αποτελεσματικότερης δημόσιας διοίκησης και τη στήριξη μιας ανταγωνιστικότερης οικονομίας.
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα δαπανά σε τεχνολογίες πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών περίπου 1% του ΑΕΠ, ενώ ο μέσος όρος των χωρών της Ευρώπης των «27» βρίσκεται στο 2,5% του ΑΕΠ. Είναι χαρακτηριστικό δε, ότι η επίδοση της χώρας μας δεν έχει μεταβληθεί σημαντικά από το 2006 και μετά, και επομένως δεν οφείλεται στην ύφεση των τελευταίων ετών. Ενα επιπλέον στοιχείο είναι ότι χώρες με παρόμοιο πληθυσμό και ανάλογες οικονομίες, όπως για παράδειγμα η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, επενδύουν σταθερά το διπλάσιο ποσοστό επί του ΑΕΠ σε τεχνολογία σε σχέση με την Ελλάδα.
Η καινοτομία, η τεχνολογία, η έρευνα και η εκπαίδευση αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες για την αύξηση της παραγωγικότητας, της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας μιας οικονομίας. Πέραν όμως αυτής της διαπίστωσης, η οποία έχει και αιτίες διαρθρωτικού χαρακτήρα, η υιοθέτηση της καινοτομίας και της τεχνολογίας αποτελεί για πολλές προηγμένες οικονομίες εργαλείο μείωσης δαπανών και βελτίωσης των παρεχόμενων από το Δημόσιο υπηρεσιών: το 2011 το βρετανικό Δημόσιο ανακοίνωσε την εκτίμηση ότι θα διατηρήσει τις επενδύσεις σε τεχνολογία σταθερές σε βάθος πενταετίας σε μια προσπάθεια να μειώσει λειτουργικό κόστος, ενώ σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα του Guardian «παράλληλα με τη μείωση του κόστους, υπάρχει μια διαδεδομένη τάση για ανασχεδιασμό των υπηρεσιών που παρέχονται από το Δημόσιο».
Το πεδίο εφαρμογής της τεχνολογίας στον ελληνικό δημόσιο τομέα είναι εξαιρετικά ευρύ, δεδομένου ότι εκλείπουν βασικά εργαλεία διαχείρισης. Ακολουθούν ενδεικτικά παραδείγματα έργων με άμεση επίπτωση στην εξοικονόμηση δημόσιου χρήματος:
Η εισαγωγή διπλογραφικού συστήματος σε επίπεδο Κεντρικής και Γενικής κυβέρνησης, συνοδευόμενη από την εισαγωγή πληροφοριακών συστημάτων χρηματοοικονομικού ελέγχου και εκτέλεσης προϋπολογισμού, με πολύ συντηρητικούς υπολογισμούς θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση των υπερβάσεων επί του προϋπολογισμού κατά 10%-15%.
Η εισαγωγή συστήματος ERP στη δημόσια Υγεία μειώνει κατά 30%-50% την προμήθεια ιατρικού και φαρμακευτικού υλικού, σύμφωνα με διεθνείς μελέτες, και μειώνει επίσης την υπερβολική συνταγογράφηση κατά 20%-40%.
Στον χώρο της κοινωνικής ασφάλισης η υιοθέτηση πρακτικών και δοκιμασμένων λύσεων ολοκληρωμένων πληροφοριακών συστημάτων, θα δημιουργούσε 5%-10% βελτίωση της ρευστότητας, θα αύξανε κατά 20%-30% τις εμπρόθεσμες πληρωμές και θα μείωνε 8%-15% την απάτη σε βάρος των ταμείων.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της SAP η υιοθέτηση έξυπνων δικτύων/έξυπνων μετρητών στον χώρο της ενέργειας σε μια καταναλωτική βάση 7,5 εκατ. καταναλωτών ρεύματος, θα μπορούσε να δώσει οφέλη αξίας άνω των 800 εκατ. ευρώ σε λίγα μόνο χρόνια από μια σταδιακή εισαγωγή τους.
Η χρηματοδότηση έργων όπως τα παραπάνω θα μπορούσε να εξασφαλιστεί μέσω κοινοτικών πόρων, με μικρή επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού. Ενα συνολικό πρόγραμμα που θα περιελάμβανε κεντρική κυβέρνηση, υγεία, ανθρώπινο δυναμικό, εθνικό φορολογικό σύστημα, κοινωνική ασφάλιση και αξιοποίηση δημόσιας ακίνητης περιουσίας θα είχε συνολικό κόστος 300-400 εκατ. ευρώ. Για να κατανοήσουμε το όφελος από μία τέτοια επένδυση, αρκεί να αναφέρουμε ότι η εξοικονόμηση πόρων από την εφαρμογή του προγράμματος από τον χώρο της Υγείας, για δύο μόνο χρόνια μετά την έναρξη παραγωγικής λειτουργίας, είναι αρκετή για τη χρηματοδότηση του συνόλου του προγράμματος.
Οι παραπάνω δράσεις-έργα αποτελούν αποδεδειγμένες πρακτικές όχι μόνο στην «ώριμη» Ευρώπη των μεγάλων οικονομιών, αλλά και σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης (Τσεχία, Σλοβακία, Πολωνία) που ήδη έχουν αρχίσει να απολαμβάνουν αυτά τα οφέλη.
Μια εθνική στρατηγική πληροφοριακών συστημάτων σε συνδυασμό με ορθότερη διακυβέρνηση και επιλογή βέλτιστων πρακτικών προσαρμοσμένων στα ελληνικά δεδομένα είναι μία καλή αρχή. Μέχρι σήμερα η ανάπτυξη συστημάτων στον δημόσιο τομέα βασίζονταν στη λογική της «διαφορετικότητας». Αυτή η προσέγγιση ουσιαστικά πρέπει να αντικατασταθεί από τη λογική, την εκμετάλλευση της διεθνούς εμπειρίας και την εισαγωγή καινοτομίας με ταχύτερους ρυθμούς.
* Ο κ. Μάνος Ραπτόπουλος είναι πρόεδρος Δ.Σ. και διευθύνων σύμβουλος της SAP για την Ελλάδα και την Κύπρο.