Υπάρχουν “ψηφιακές” ευκαιρίες και στην Αλβανία . Δύο Ελληνες ΙCΤ Managers σταδιοδρομούν εκει και είναι ευχαριστημένοι.

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2015 – ΒΗΜΑgazino και vima.gr


VI4BHmag_OK“Aλβανοί μετανάστες στην Ελλάδα”. Μια κατάσταση οικεία στην ελληνική πραγματικότητα, με περισσότερους από 1 εκατομμύριο Αλβανούς να έχουν μεταναστεύσει στη χώρα μας τις δεκαετίες του 1990 και του 2000.

Τι γίνεται όμως όταν τα πράγματα αντιστρέφονται; Ελληνες μετανάστες στην Αλβανία, μια φράση που θα ακουγόταν σχεδόν σαν ανέκδοτο για την ελληνική πραγματικότητα στα χρόνια προ κρίσης, είναι ήδη στα Τίρανα.

Πόσο ελκυστική μπορεί να είναι μια αγορά όπου ο βασικός μισθός στον ιδιωτικό τομέα φτάνει τα 155 ευρώ, ο μέσος μηνιαίος μισθός στον δημόσιο τομέα κυμαίνεται περίπου στα 355 ευρώ, ενώ το επίδομα ανεργίας στα 49 ευρώ;

Ωστόσο, αυτό που παρατηρείται από διεθνείς οικονομικούς φορείς είναι η μακροοικονομική σταθερότητα της Αλβανίας, παρά την παγκόσμια επιβράδυνση. Η σταθερή αύξηση των εισροών άμεσων ξένων επενδύσεων, σε συνδυασμό με τα κεφάλαια των επαναπατρισμένων Αλβανών, συμβάλλει καθοριστικά στη σταθερή τροχιά της οικονομίας τους.Οσο για τις ξένες επενδύσεις, η Ελλάδα αποτελεί την πρώτη χώρα στον κατάλογο των ξένων επενδυτών στην Αλβανία και οι έλληνες επιχειρηματίες, παρά τις δυσκολίες και την αστάθεια στο αλβανικό επιχειρηματικό περιβάλλον, καθώς και τη δυσμενή οικονομική συγκυρία για την ελληνική οικονομία, παραμένουν στην αλβανική αγορά με δυναμική και αυξανόμενη επενδυτική παρουσία.Επιβεβαίωση του θετικού κλίματος της οικονομίας τους αποτελεί και η πρόσφατη αναβάθμιση της αλβανικής οικονομίας από «σταθερή» σε «θετική» από τον οίκο αξιολόγησης Standard and Poor’s (S&P). Αναλύοντας αριθμούς ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της Αλβανίας έφτασε το 0,7% το 2013. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, τριπλασιάστηκε το 2014 στο 2,1% ενώ αναμένεται να αναρριχηθεί στο 3,3% το 2015. Αριθμοί πρωτοφανείς για τη βαλκανική χώρα. Οσο για το περιβόητο δημόσιο χρέος, αντιστοιχεί στο 65% του αλβανικού ΑΕΠ. Στην ελληνική πραγματικότητα πάνω από το τριπλάσιο 175%.Βασίλης Ιωαννίδης
ΙΤ director σε εταιρεία ιδιοκατασκευής και διακόσμησης
ζ

“Στα Τίρανα παίρνω την υψηλότερη αμοιβή που έχω λάβει στην καριέρα μου”
Ο Βασίλης Ιωαννίδης, 38 ετών, κλείνει εφέτος στην Αλβανία
πέντε χρόνια. Στην αρχή της κρίσης αποφάσισε να μετακομίσει στη γειτονική χώρα. Σπούδασε προγραμματιστής και εργάστηκε στην Ελλάδα 13 χρόνια «ανδρώνοντας» το βιογραφικό του σε μεγάλες εταιρείες.

«Ξεκίνησα ως web developer, συμβάλλοντας σημαντικά στη δημιουργία του πρώτου e-shop του ΟΤΕ, στη συνέχεια εργάστηκα ως προγραμματιστής και σύμβουλος επιχειρήσεων ως τη στιγμή που ανέλαβα θέση ΙΤ manager». Η οικονομική κρίση όμως επηρέασε σύντομα και το δικό του εργασιακό περιβάλλον. «Ο κλάδος μου παρουσίαζε “κοιλιά” τόσο σε επίπεδο αμοιβών όσο και στον δημιουργικό τομέα. Ψαχνόμουν να κάνω κάτι διαφορετικό».

Η πρόταση για τη θέση του ΙΤ director σε μεγάλη αλβανική εταιρεία (Megatek) της φιλοσοφίας «Φτιάξ’ το μόνος σου / Do-it-yourself», (αντίστοιχη της Praktiker), μιας εκ των μεγαλύτερων του κλάδου στα Βαλκάνια, έγινε μέσω ενός φίλου του κάπως διστακτικά: «Μου είπαν ότι υπάρχει ένα project, αλλά δεν ξέρουμε αν θα σου κάνει. Τους ρώτησα “Γιατί; Είναι δύσκολο;” και μου απάντησαν πως δεν είναι θέμα δυσκολίας αλλά χώρας». Οι πραγματικές δυσκολίες στη δουλειά επικεντρώνονται, σύμφωνα με τον Βασίλη, στην έλλειψη εμπειρίας και κατάρτισης που χαρακτηρίζει το επαγγελματικό δυναμικό της Αλβανίας. «Στόχος ενός ΙΤ director είναι να υποστηρίζει τη στρατηγική και τις ανάγκες της εταιρείας μέσω της πληροφορικής, πέραν όμως της σωστής λειτουργίας προγραμμάτων και δικτύων, είναι και η σωστή οργάνωση της ομάδας πληροφορικής και τεχνολογίας του τμήματός του».

Η έλλειψη επικοινωνίας όμως λειτουργούσε ανασταλτικά στην αποτελεσματική οργάνωση της ομάδας. «Στην Ελλάδα ή σε οποιαδήποτε “ανεπτυγμένη” χώρα, όταν αναθέτεις μια δουλειά σε έναν εργαζόμενο, αναμένεις την υλοποίησή της ή, αν δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, μια ενημέρωση για την πορεία της. Είναι θέμα εργασιακής κουλτούρας. Αυτό δεν υπήρχε στην αλβανική πραγματικότητα. Η δουλειά μπορεί να μη γινόταν για οποιονδήποτε λόγο. Επρεπε, λοιπόν, να μπω στη διαδικασία να ελέγχω την παραμικρή λεπτομέρεια. Πλέον, μπορώ να πω ότι είμαι πολύ ευχαριστημένος».
Υπάρχουν και άλλες δυσκολίες, όμως:«Μου λείπει η ευχέρεια να βρίσκω αυτό που ψάχνω. Το 30% των πραγμάτων που χρειαζόμαστε, όπως εξοπλισμός για barcode scanner ή εκτυπωτές και αναλώσιμα αυτών, δεν υπάρχει στην Αλβανία και πρέπει να γίνει ειδική παραγγελία από το εξωτερικό. Αλλά και στην καθημερινότητα εκτός δουλειάς, κάποια δεδομένα πράγματα, όπως πόσιμο νερό στο σπίτι ή ακόμη και κάποια αγαθά στο σουπερμάρκετ, είναι δύσκολο να τα βρεις».Οσο για τις καλές οικονομικές απολαβές, δεν είναι αποκλειστικά αυτές που τον κρατούν τα τελευταία χρόνια στα Τίρανα:
«Ως συνολικό πακέτο αμοιβής που περιλαμβάνει το ενοίκιο του σπιτιού, τα εισιτήρια για την Ελλάδα και το αυτοκίνητο, πρόκειται για την υψηλότερη αμοιβή που έχω λάβει στην καριέρα μου», αλλά και οι παράλληλες επαγγελματικές δυνατότητες που του έχουν προταθεί, ως καθηγητής σε τμήματα εκπαίδευσης Microsoft τεχνολογιών, είτε ως σύμβουλος σε εταιρείες. Χαμογελώντας βρίσκει απάντηση στην ερώτηση αν θαυμάζει για κάτι τους Αλβανούς: «Για την ειλικρινή τους προσπάθεια να αλλάξουν. Την πίστη τους σε αυτή την αλλαγή, τη στιγμή που οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν είναι τεράστιες και η βοήθεια από την πολιτεία ανύπαρκτη».
Κωνσταντίνος Δρίτσας:Εμπορικός διευθυντής εταιρείας κινητής τηλεφωνίας.

Για τον Κωνσταντίνο Δρίτσα, 39 ετών,
εκτός από τις οικονομικές απολαβές, αποφασιστικός παράγοντας για να αφήσει την Ελλάδα ήταν ότι «η Αλβανία είναι σαν να ζεις σε μια επαρχιακή πόλη της ελληνικής περιφέρειας από την οποία μπορείς να πεταχτείς ανά πάσα στιγμή στην Αθήνα». Σπούδασε μάρκετινγκ και μάνατζμεντ συμπληρώνοντας 17 χρόνια στον τομέα της κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα σε μεγάλες εταιρείας τηλεπικοινωνιών. «Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια είχα ανοίξει μια δική μου επιχείρηση, την οποία όμως ισοπέδωσε η κρίση». Κάπως έτσι, πριν από έναν χρόνο εγκαταστάθηκε μόνιμα στα Τίρανα.Τα επαγγελματικά δεδομένα στον τομέα του συγκλίνουν και αποκλίνουν ταυτόχρονα με την ελληνική πραγματικότητα.
«Οπως και στην Ελλάδα, υπάρχουν τρεις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας. Μία ελληνικών, μία τουρκικών και μία διεθνών συμφερόντων. Η αγορά, όμως, είναι εντελώς διαφορετική. Στην Ελλάδα, το 90% των κατόχων χρησιμοποιούν συμβόλαια ενώ εδώ πρόκειται για μια αγορά καρτοκινητού, που παρέχει στις εταιρείες ευρωστία». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η κατανομή του μεταναστευτικού εργατικού δυναμικού που καταφθάνει. «Στις περισσότερες ξένες μη αλβανικές εταιρείες, τα υψηλόβαθμα στελέχη είναι κυρίως Ελληνες ή Ιταλοί αλλά και αρκετοί Τούρκοι».
Πώς αντιμετωπίζεται, όμως, ένας Ελληνας από το αλβανικό περιβάλλον με το οποίο συναναστρέφεται;
«Στην αρχή πιθανώς να αισθάνεσαι πως είναι λίγο προβληματισμένοι και διστακτικοί απέναντί σου. Περισσότερο με τους Ελληνες, λιγότερο με τους Ιταλούς. Εχουν αντιμετωπίσει άλλωστε πολύ ρατσισμό από εμάς, οπότε το βρίσκω απόλυτα λογικό. Ρατσισμό τόσο από Ελληνες στην Ελλάδα όσο και από έλληνες στελέχη που ήρθαν εδώ, αντιμετωπίζοντάς τους ως υποδεέστερους».Οσον αφορά τα οικονομικά, δηλώνει ευχαριστημένος από τον μισθό του:
«Εδώ πληρώνομαι με τη μισθοδοσία που είχα πριν από έξι χρόνια στην Ελλάδα»,
ενώ συσχετίζοντας το κόστος ζωής αναφέρει πως «ένα γεύμα σε ένα πολύ καλό εστιατόριο στα Τίρανα κοστίζει 20 ευρώ, αντίστοιχα στην Αθήνα κυμαίνεται στα 50 με 70 ευρώ. Είναι μια ευκαιρία να αποταμιεύσεις χρήματα».
Οσο κι αν υποστηρίζει πως ο τρόπος λειτουργίας του όλου μηχανισμού στην Αλβανία θυμίζει τη χώρα μας στη δεκαετία του ’80, με ενθουσιασμό στο βλέμμα ξεκαθαρίζει:
«Για εμένα είναι η γη της ευκαιρίας. Σκέφτομαι σοβαρά να ξεκινήσω μια δική μου επιχείρηση εδώ. Το κόστος προσωπικού είναι πολύ χαμηλό και αυτό δίνει τη δυνατότητα να αναπτύξεις επιχειρηματική δράση σε άλλες χώρες με έδρα την Αλβανία».Πώς είναι, όμως, η καθημερινότητα για έναν δραστήριο Αθηναίο σε μια μικρή βαλκανική πρωτεύουσα;
«Την πρώτη νύχτα που έφτασα στα Τίρανα τρομοκρατήθηκα. Περίμενα να πάρω το αεροπλάνο για να γυρίσω πίσω. Το πρωί είδα μια άλλη εικόνα. Δεν σου κρύβω ότι φοβάμαι περισσότερο όταν κυκλοφορώ το βράδυ στην Αθήνα από ό,τι εδώ».
Στην Αλβανία, αυτό που του λείπει είναι το αίσθημα ελευθερίας, ενώ για τους κατοίκους της αναφέρει: «Θαυμάζω την ξεγνοιασιά των Αλβανών. Η ζωή τους είναι πιο απλουστευμένη από τη δική μας. Δεν έχουν χρέη και άγχη, ενώ τα έξοδά τους περιορίζονται στα βασικά αγαθά. Το μόνο αξιοπερίεργο είναι το ότι βλέπεις πάρα πολλά ακριβά αυτοκίνητα».