Από την εφημερίδα: “Καθημερινή” – 18/05/2008

Tου Κωστα Καλλίτση

Ο ΟΤΕ δεν μπορούσε να συνεχίσει να βαδίζει όπως βάδιζε μέχρι χθες, όταν ήταν μονοπώλιο. Η είσοδος στρατηγικού επενδυτή, ενός ισχυρού οργανισμού τηλεπικοινωνιών με έδρα σε μία χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης (όπως είναι η Deutsche Telekom) είχε υποδειχθεί από πολλές πλευρές (και από την κεντροαριστερά…) ως εγγύηση για την ανάπτυξη του ΟΤΕ από εδώ και πέρα. Ενα είδος αντιπολίτευσης είναι τα διάφορα γλαφυρά περί «γερμανικής κατοχής» και «ιθαγενών» (αλήθεια, οι Ρουμάνοι ζουν σε καθεστώς ελληνικής «κατοχής», Βούλγαροι και Σέρβοι δεν είναι «πολίτες» αλλά «ιθαγενείς»;), αλλά στην εμπεριστατωμένη μελέτη ειδικής επιτροπής του ΙΣΤΑΜΕ, το 2006, με επικεφαλής στενούς συνεργάτες του κ. Γ. Παπανδρέου, διατυπώνεται μια πρόταση που (αν και δεν δεσμεύει παρά τους συντάκτες της…) είναι χαρακτηριστική στη σαφήνειά της: «Προκειμένου να καταλήξουμε σε μια πρόταση για τον ΟΤΕ -αναφέρεται- πρέπει να συνεκτιμήσουμε την αδυναμία του πρώην κρατικού μονοπωλίου να συμπορευτεί με τις τεχνολογικές καινοτομίες, τη συνεχή αποτυχία των τελευταίων ετών να υπάρξει αξιόπιστη και αποτελεσματική διαχείριση της επιχείρησης, τη διαφαινόμενη ανάδειξη πανευρωπαϊκών στόχων, τις τεχνολογικές εξελίξεις και την ανάγκη στρατηγικών συμμαχιών.

Με βάση αυτούς τους παράγοντες, προκύπτουν κάποια σοβαρά ερωτήματα για το κατά πόσο ο ΟΤΕ, με ελεγχόμενη από το κράτος διοίκηση, μπορεί να αντεπεξέλθει στις νέες προκλήσεις, δεδομένων των προβλημάτων που παρουσίασε αυτό το μοντέλο διοίκησης τις τελευταίες 10ετίες. Από την άλλη πλευρά, η αποχώρηση του κράτους από τον ΟΤΕ μπορεί να γίνει μόνο κάτω από όρους και συνθήκες οι οποίες -τονίζεται- διασφαλίζουν ότι ο εθνικός αυτός πλούτος πηγαίνει στα χέρια στρατηγικού παίκτη, με κυρίαρχη θέση στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά και με δεσμεύσεις για παρουσία και επενδύσεις στη χώρα».

Η Deutsche Telekom είναι τέτοιος παίκτης.

Λοιπόν, όλα καλά καμωμένα; Οχι. Η πορεία μέχρι την πώληση σημαδεύτηκε από αντιφάσεις, μεγάλη προχειρότητα και μεγαλύτερη αμέλεια, που αφήνουν αποτυπώματα στο τελικό (φορσέ…) αποτέλεσμα.

Πρώτον, η κυβέρνηση έκανε μια πρώτη, απλή διερεύνηση για στρατηγικό επενδυτή στις αρχές του 2006, λέγοντας ότι πουλάει ένα ποσοστό περί το 15% ζητώντας, όμως, συνδιοίκηση(!) – με αποτέλεσμα (γι’ αυτό…) να μη βρει ενδιαφερόμενο.

Δεύτερον, κατάργησε (Δεκέμβριος 2006) το πλαφόν 5% στα δικαιώματα ψήφου ιδιώτη επενδυτή και πούλησε το 10,7% των μετοχών (Ιούνιος 2007) κατεβάζοντας το ποσοστό του κράτους στο 28,3% – με αποτέλεσμα να προκληθεί η είσοδος της MIG.

Τρίτον, έμεινε απλός παρατηρητής στις επανειλημμένες αγορές μετοχών από τη MIG, η οποία συγκέντρωσε το 19,66% των μετοχών του ΟΤΕ με 15 κινήσεις, κάνοντας ισάριθμες επίσημες ανακοινώσεις σε διάστημα 5 μηνών, από 16.8.07 έως 24.1.08 – πέντε μήνες «φαγούρα».

Τέταρτον: Αφού μπλόκαρε τη διαδικασία, με τον νόμο για το 20%, έμεινε αδρανής, φάνηκε σαν να περίμενε να πάρει την πρωτοβουλία η MIG – όπερ και εγένετο. Το λογικό θα ήταν άλλο: Το κράτος να καλέσει τη MIG (η οποία ήθελε, πλέον, να απεμπλακεί…) και να της προτείνει να πουλήσουν τις μετοχές τους μαζί.

Μετά, να προκηρύξει μια ανοιχτή διαδικασία για την πώληση του πακέτου και την ανάθεση του μάνατζμεντ. Αφού το κράτος, τελικά, θα πωλήσει περί το 20% (3%+15% αργότερα κ.λπ.) και η MIG πωλεί το 19,66%, εσείς τι λέτε; Αν έβγαινε για πώληση το 35% – 40% του ΟΤΕ με ταυτόχρονη εκχώρηση του μάνατζμεντ, δεν θα υπήρχαν 5 – 6 εκδηλώσεις ενδιαφέροντος, ενδεχομένως με καλύτερες τιμές και με συμφωνία μετόχων που θα διασφάλιζε καλύτερα το μέλλον του ΟΤΕ; «Προφανώς θα υπήρχαν» – λένε πολλοί. «Ισως» – θα πουν άλλοι. Το ερώτημα μετέωρο: Γιατί δεν δοκιμάσαμε αυτήν τη διαφανέστατη διαδικασία;