Η απροσδόκητη επιδείνωση της βιομηχανικής παραγωγής στην Κίνα επηρέασε τα χρηματιστήρια χθες – όχι την ειδησεογραφία.


Του Ηλία Σιακαντάρη
Καθημερινή, Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014


Facebook-WhatsAppΑυτή αναλώθηκε στην απάντηση του ερωτήματος: Τι κάνει μια εταιρεία όπως η Facebook να πληρώσει 19 δισ. δολ. –όσο περίπου το ΑΕΠ της Κύπρου– για να αγοράσει μια εταιρεία, τη WhatsApp, οι υπάλληλοι της οποίας χωρούν σε ένα λεωφορείο και δουλειά τους είναι να παράγουν μερικά ΜΒ κώδικα προγραμματισμού; Γιατί η μεγαλύτερη σελίδα κοινωνικής δικτύωσης ξοδεύει ένα θηριώδες ποσό για να αποκτήσει μια εφαρμογή που επιτρέπει την αποστολή δωρεάν μηνυμάτων (εντάξει, και εικονομηνυμάτων); Είναι ο φόβος του επιχειρηματικού θανάτου και η αγωνία της επικράτησης.


Το τεράστιο ποσό της συμφωνίας πυροδότησε τη γνωστή φιλολογία που ακολουθεί κάθε ανακοίνωση εξαγοράς τεχνολογικής εταιρείας – κι έριξε τη μετοχή της Facebook. Για να δικαιολογήσει την απόφασή της, δημοσίευσε ένα διάγραμμα που δείχνει ότι η ανάπτυξη του WhatsApp τα τέσσερα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του ήταν πιο εντυπωσιακή από άλλα success stories όπως το Twitter ή το ίδιο το Facebook. Επιασε τους 450.000 συνδρομητές στον συντομότερο χρόνο. Το Facebook πάλι, που βλέπει να χάνει το νεανικό του κοινό, θα το «αγοράσει» για 42 δολάρια «το κεφάλι». Στην ουσία, η Facebook αγοράζει ελιξίριο νεότητας και αυξητικές ορμόνες για να παραμείνει στην κορυφή.


Ως προς το μέγεθος της συμφωνίας, όλα είναι σχετικά: Ακόμη και αν το WhatsApp αποδειχθεί άχρηστο, ακόμη και αν το Facebook αναγκαστεί να διαγράψει το σύνολο των 19 δισ. που θα διοχετεύσει, η ζημία που θα αντιστοιχεί στη μετοχή της Facebook θα είναι έξι δολάρια ανά μετοχή. Οπως διαπιστώνει όμως και η στήλη Lex των Financial Times, η μετοχή του FB κέρδισε 30 δολάρια μέσα σε μερικούς μήνες. Δεν έγινε και τίποτα. Αν πάλι το στοίχημα κερδηθεί; Αποκτά πρόσβαση σε νέο κοινό, το οποίο μετριέται σε εκατοντάδες εκατομμύρια και με σωστές συνέργειες μπορεί να ξεπεράσει το δισεκατομμύριο. Παρά το αρχικό σοκ, λοιπόν, η τιμή εξηγείται αν την εξετάσει κανείς με «μικροοικονομική» ματιά. Αν η ματιά όμως είναι σκέτη, η συμφωνία αγγίζει τα όρια του σουρεαλισμού: Δείχνει ότι μια εταιρεία τεχνολογίας μπορεί να στοιχηματίσει και να ποντάρει χωρίς να το πολυσκεφτεί με ποσά που θα μπορούσαν να γκρεμίσουν τραπεζικά συστήματα ανεπτυγμένων χωρών. Δείχνει ότι, πλέον, οι εταιρείες τεχνολογίας έχουν την ευχέρεια να στοιχηματίσουν σε μια εξαγορά – όχι απαραίτητα για να εμπλουτίσουν το αντικείμενό τους με ένα νέο, αλλά και για να αποκλείσουν τους ανταγωνιστές τους από την απόκτησή του. Στόχος, η απόλυτη επικράτηση σε παγκόσμιο γήπεδο.


Η δυνατότητα αυτή είναι προϊόν της τελευταίας δεκαετίας. Η έμφαση των νομισματικών αρχών στην ισχυρή άνοδο των χρηματιστηρίων έχει δημιουργήσει τέτοια δύναμη πυρός στις κορυφαίες εταιρείες τεχνολογίας, την οποία μόνο να την ονειρευτούν μπορούν άλλοι τομείς – τα δημόσια οικονομικά για παράδειγμα.


Διαμορφώνει χρηματιστηριακές αξίες που είναι ανάλογες με ταμεία διάσωσης ολόκληρων οικονομιών. Ενισχύουν εταιρείες με προφίλ και κουλτούρα των «κινηματογραφικών» πολυεθνικών τύπου Ρόμποκοπ, για τις οποίες η επικράτηση στην παγκόσμια αγορά είναι ο μόνος επιτρεπόμενος στόχος – και «λεφτά υπάρχουν» στα ταμεία τους για την επίτευξή του. Από τότε που η επανάσταση των επικοινωνιών και της πληροφορικής μπήκε στην καθημερινή ζωή, οι λεγόμενες disruptive τεχνολογίες (οι τεχνολογίες δηλαδή που προτείνουν ένα νέο μοντέλο που ακυρώνει τα παλιά) προβλήθηκαν ως αυτές που θα έκαναν τους Δαβίδ της τεχνολογίας να τα βάλουν στα ίσα με τους παραδοσιακούς Γολιάθ.


Η μάχη κράτησε λίγο – οι Δαβίδ νίκησαν και γιγαντώθηκαν. Ο κόσμος που θα διαμορφώσουν δεν είναι σίγουρο πως θα είναι τόσο ποικιλόμορφος και δημοκρατικός όσο περιέγραφαν οι υποσχέσεις.