Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι η θέσπιση ενός ενιαίου θεσμικού πλαισίου στην Ευρωπαϊκή ένωση θα οδηγούσε έξι στις δέκα επιχειρήσεις στο να δοκιμάσουν την τύχη τους στον τομέα του ηλεκτρονικού εμποριου.

online-shoppingΣε “χρυσοτόκο όρνιθα” για την ευρωπαϊκή οικονομία μπορεί να εξελιχθεί το ηλεκτρονικό εμπόριο. Ωστόσο, οι on-line διασυνοριακές συναλλαγές εντός της Ε.Ε.  “ναρκοθετούνται” σήμερα από τις διαφορετικές νομοθεσίες μεταξύ των κρατών – μελών, όπως υπογραμμίζεται στο site του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πληροφορικής & Επικοινωνιών Ελλάδας (ΣΕΠΕ).

Εκτιμάται ότι η θέσπιση ενός ενιαίου θεσμικού πλαισίου θα αποτελούσε κίνητρο για έξι στις δέκα ευρωπαϊκές επιχειρήσεις (ποσοστό 57%), προκειμένου να δοκιμάσουν ή να επεκτείνουν τις δυνάμεις τους στο χώρο του ηλεκτρονικού εμπορίου.

 

Ταυτόχρονα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το όφελος για τους καταναλωτές από την τόνωση του ηλεκτρονικού εμπορίου εντός της Ε.Ε., με τη θέσπιση ενιαίων κανόνων, θα μεταφράζονταν – σε ετήσια βάση – σε €11,7 δις.

Σήμερα, πάντως, αν και το ήμισυ των Ευρωπαίων καταναλωτών πραγματοποιεί ηλεκτρονικές αγορές, μόνο το 15% προβαίνει σε αγορές μέσω του Διαδικτύου από πωλητή εγκατεστημένο σε άλλο κράτος – μέλος της Ε.Ε. Αυτό, κατά την Επιτροπή, δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη, τη στιγμή που, για παράδειγμα, σε πολλές περιπτώσεις τα έξοδα παράδοσης υπερβαίνουν την πραγματική τιμή ενός προϊόντος.

 

Η μεγάλη πλειοψηφία των Ευρωπαίων e-shoppers (85%) δηλώνει ότι η τιμή παράδοσης των προϊόντων αποτελεί τον πιο σημαντικό παράγοντα για τις on-line αγορές. Επιπλέον, το 62% των επιχειρήσεων, που επιθυμούν να διαθέσουν τα προϊόντα τους on-line, σχολιάζει ότι το μεταφορικό κόστος είναι το νούμερο ένα πρόβλημα.

Στο μεταξύ, με βάση τα στοιχεία της Επιτροπής, για μια μικρή επιχείρηση η προοπτική on-line πωλήσεων σε άλλη χώρα της Ε.Ε., αυξάνει το κόστος έναρξης κατά τουλάχιστον €9.000 μόνο για την προσαρμογή των κανόνων για τις συμβάσεις και τους καταναλωτές στα νομοθετικά δεδομένα της κάθε αγοράς.

Στο πλαίσιο αυτό κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι ότι, σήμερα, μόλις το 7% των ευρωπαϊκών μικρομεσαίων εταιρειών κάνει διασυνοριακές ηλεκτρονικές πωλήσεις.

 

Τα “αγκάθια” του ΦΠΑ
Η απλούστευση του καθεστώτος ΦΠΑ αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την τόνωση των διασυνοριακών δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων, ιδίως των μικρομεσαίων, που αντιμετωπίζουν σήμερα το υψηλό κόστος και την πολυπλοκότητα, που συνεπάγεται η ύπαρξη διαφορετικών φορολογικών διατάξεων εντός της Ε.Ε. Μόνο οι σχετικές με το ΦΠΑ δαπάνες, που οφείλονται στις διαφορετικές απαιτήσεις, εκτιμώνται σε €80 δις.

Η σημερινή εικόνα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, σημαίνει ότι εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικά διασυνοριακά εμπόδια για το ηλεκτρονικό εμπόριο εντός της Ε.Ε. Για παράδειγμα, τεχνικά εμπόδια, όπως ο γεωγραφικός αποκλεισμός, μπορεί να μην επιτρέπουν την πρόσβαση των καταναλωτών σε ορισμένες ιστοσελίδες βάσει του τόπου διαμονής τους ή των στοιχείων της πιστωτικής τους κάρτας. Έτερο εμπόδιο για τις διασυνοριακές ηλεκτρονικές πωλήσεις εντός της Ε.Ε. αποτελούν – εν μέρει – και οι γλωσσικοί φραγμοί.

 

Έρευνα της Επιτροπής Ανταγωνισμού
Το θέμα του ηλεκτρονικού εμπορίου απασχολεί την Ε.Ε. σε θεσμικό επίπεδο, με την Επίτροπο Margrethe Vestager, αρμόδια για την πολιτική Ανταγωνισμού, να ανακοινώνει πρόταση για την έναρξη έρευνας σχετικά με τον ανταγωνισμό στον τομέα αυτό. Η Επίτροπος θα προτείνει στο Σώμα των Επιτρόπων να δρομολογήσει έρευνα σχετικά με τον ανταγωνισμό στον τομέα του ηλεκτρονικού εμπορίου, καθώς, σύμφωνα με την ίδια, η έρευνα προωθείται καθώς υπάρχουν ενδείξεις ότι ορισμένες εταιρείες μπορεί να λαμβάνουν μέτρα για τον περιορισμό του διασυνοριακού ηλεκτρονικού εμπορίου εντός Ε.Ε. Η τομεακή έρευνα θα επικεντρωθεί στη βελτίωση του εντοπισμού των εν λόγω μέτρων και την αντιμετώπισή τους, ενώ η Επίτροπος Vestager δεσμεύτηκε να καταθέσει επίσημα την πρόταση της στην Επιτροπή τις επόμενες εβδομάδες.

 

Η έρευνα θα επικεντρωθεί στα εμπόδια ιδιωτικής φύσεως και ιδίως τα συμβατικά εμπόδια, όσον αφορά το διασυνοριακό ηλεκτρονικό εμπόριο ψηφιακού περιεχομένου και αγαθών. Κατά τη διάρκεια της έρευνας, η Επιτροπή προτίθεται να συλλέξει πληροφορίες από μεγάλο αριθμό ενδιαφερομένων σε όλα τα κράτη – μέλη.

Εάν, μετά την ανάλυση των αποτελεσμάτων, η Επιτροπή διαπιστώσει συγκεκριμένα προβλήματα ανταγωνισμού, μπορεί να αρχίσει έρευνες για να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση με τους κανόνες της Ε.Ε. όσον αφορά τις περιοριστικές εμπορικές πρακτικές και την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στην αγορά.
Οι γνώσεις, που θα αποκτηθούν στο πλαίσιο της έρευνας, θα συμβάλουν όχι μόνο στην εφαρμογή της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού στον τομέα του ηλεκτρονικού εμπορίου, αλλά και στις διάφορες νομοθετικές πρωτοβουλίες, που σχεδιάζει να δρομολογήσει η Επιτροπή για την προώθηση της ψηφιακής ενιαίας αγοράς.