Η ΕΕΤΤ προχωρά σε διευκρινίσεις σε συνέχεια πρόσφατων δημοσιευμάτων, που αναπαράγουν ανακριβείς πληροφορίες αναφορικά με την αδειοδότηση παρόχου ψηφιακής τηλεόρασης.


EETTΓια την ακρίβεια της ενημέρωσης των πολιτών και προς αποσαφήνιση των νομικών και πραγματικών δεδομένων η ΕΕΤΤ επισημαίνει τα εξής:


Α. Γενικές Παρατηρήσεις
Καταρχάς, η ΕΕΤΤ προέβη στη διενέργεια Διεθνούς, Ανοιχτού, Πλειοδοτικού Διαγωνισμού που πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα για την αδειοδότηση δικτύων επίγειας ευρυεκπομπής.


Ο Διαγωνισμός αυτός έγινε με βάση το κείμενο Διακήρυξης, η οποία κατά την παγία νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, θέτει το κανονιστικό πλαίσιο, το οποίο διέπει τη διεξαγωγή του Διαγωνισμού και δεσμεύει τόσο τους διαγωνιζομένους όσο και την Αρχή που διεξάγει τον Διαγωνισμό. Οι δε κανόνες που τίθενται με αυτήν κατισχύουν, ως ειδικότεροι κάθε άλλης διάταξης.


Έως το τέλος του 2014, πρέπει να έχει ολοκληρωθεί η ψηφιακή μετάβαση, το σχετικό δε χρονοδιάγραμμα καθορίσθηκε με βάση διεθνείς αφενός και αφετέρου δεσμεύσεις της χώρας έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ΕΕΤΤ επιβλέπει την υλοποίηση (roll-out) του δικτύου ψηφιακής ευρυεκπομπής και την παύση των αναλογικών τηλεοπτικών εκπομπών, συμβάλλοντας στην ομαλή μετάβαση στην ψηφιακή τηλεόραση.


Στη συνέχεια, αφού ολοκληρωθεί η ψηφιακή μετάβαση, η ΕΕΤΤ θα προχωρήσει, με νέα διαγωνιστική διαδικασία, στην αξιοποίηση του ψηφιακού μερίσματος που θα ελευθερωθεί με σκοπό την ανάπτυξη της κινητής ευρυζωνικότητας (4G/LTE) προς όφελος της αγοράς και του καταναλωτή.


Β. Η τιμή εκκίνησης
Ουσιώδες στοιχείο της Διακήρυξης του Διαγωνισμού, όπως και κάθε πλειοδοτικού Διαγωνισμού, αποτελεί η τιμή εκκίνησης.


Η ΕΕΤΤ θεωρεί ότι διαφύλαξε, στο μέγιστο βαθμό, το δημόσιο συμφέρον διότι η τιμή εκκίνησης καθορίστηκε, μετά από εισήγηση από ειδική ομάδα εργασίας του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι του Υπουργείου Οικονομικών και της ΕΕΤΤ, με βάση διεθνώς αναγνωρισμένη μεθοδολογία που εφαρμόζεται στην ΕΕ.


Αναλυτικότερα, σε ό,τι αφορά το ύψος της τιμής εκκίνησης της δημοπρασίας, ισχύουν τα εξής:
– Σημειώνεται ότι η διαδικασία της ΕΕΤΤ αφορά την αδειοδότηση του πάροχου δικτύου επίγειας ψηφιακής ευρυεκπομπής για την οποία έχει σχετική κατά νόμο αρμοδιότητα.
– Η τιμή εκκίνησης της διαγωνιστικής διαδικασίας προσδιορίστηκε από ειδική ομάδα εργασίας (Αρ. 36075/1138/19-07-2013 Απόφαση του Υφυπουργού Υποδομών Μεταφορών & Δικτύων), όπως αναφέρθηκε.
– Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή πρακτική, στις δημοπρασίες φάσματος ορίζεται ένα ελάχιστα αποδεκτό τίμημα, ενώ το φάσμα προβλέπεται ότι θα χορηγηθεί σε αυτόν ή αυτούς που υποβάλλουν προσφορές ίσες ή υψηλότερες από την τιμή εκκίνησης, ανεξάρτητα από τον αριθμό των συμμετεχόντων.
– Όσον αφορά τη μελέτη της Analysys Mason, σκοπός της ήταν να εκτιμήσει και να συγκρίνει το συνολικό όφελος για την ελληνική οικονομία από την αξιοποίηση του φάσματος (μέσω της ψηφιακής μετάβασης της τηλεόρασης και της απονομής του ψηφιακού μερίσματος) και όχι να προσδιορίσει την οικονομική αξία των δικαιωμάτων χρήσης ραδιοσυχνοτήτων επίγειας ψηφιακής ευρυεκπομπής.
– Στο πλαίσιο της μελέτης της Analysys Mason, στα οφέλη για τους παρόχους περιλαμβάνεται και κάθε πρόσθετη οικονομική αξία για το κλάδο (έμμεσα οφέλη), όπως για παράδειγμα τα διαφημιστικά έσοδα ή έσοδα από πωλήσεις εξοπλισμού, ενώ δεν έχουν περιληφθεί φόροι και τέλη αδειοδότησης τα οποία ενδέχεται να βαρύνουν τους παραγωγούς.
– Σύμφωνα με τους όρους της Σύμβασης Παραχώρησης το συνολικό ύψος των εσόδων από την χρήση του φάσματος που παραχωρήθηκε δεν μπορεί να ξεπερνά τα 19,4 εκατομμύρια ευρώ ετησίως ή 291 εκατομμύρια ευρώ στην περίοδο 15ετίας για την οποία συνάφθηκε η Σύμβαση Παραχώρησης ύψους 18,3 εκατ. ευρώ. Κατά συνέπεια τα 18,3 εκατομμύρια ευρώ που θα εισπραχθούν ως αντίτιμο για την παραχώρηση της χρήσης του φάσματος θα πρέπει να εκτιμώνται σε σχέση με το παραπάνω επιχειρησιακό όφελος και μάλιστα ως μέρος συνολικού κόστους το οποίο φέρει ο πάροχος της υπηρεσίας.
– Για πρόσθετη διευκρίνιση σημειώνεται ότι 291 εκατ. ευρώ είναι ο «τζίρος» και όχι το «κέρδος» του παρόχου, το οποίο κέρδος είναι και αυτό σαφώς καθορισμένο στην Σύμβαση Παραχώρησης έχει προσδιορισθεί ως ανώτατο όριο στο ύψος του 15,16 %. Από αυτά τα στοιχεία συνάγεται ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος αριθμός που να υποδηλώνει το ύψος των προσδοκώμενων εσόδων από την εκμετάλλευση του δικαιώματος αυτού, επί του οποίου αριθμού θα μπορούσε να στηριχθεί υπολογισμός οποιουδήποτε τιμήματος.


Γ. Η διενέργεια του Διαγωνισμού
Εν συνεχεία, η διαγωνιστική διαδικασία που πραγματοποιήθηκε:


– Διασφάλισε χωρίς περιορισμούς το δικαίωμα κάθε ενδιαφερόμενου να υποβάλει προσφορά, όπως ορίζει το ευρωπαϊκό πλαίσιο και, αφού κατά τον νόμο, προηγήθηκε δημόσια διαβούλευση του τεύχους προκήρυξης που έγινε από τις 28-05-2013 έως τις 19-06-2013. Η διαδικασία αυτή προέβλεπε τη χορήγηση δικαιωμάτων χρήσης φάσματος βάσει οικονομικής προσφοράς και ανεξαρτήτως του αριθμού των συμμετεχόντων στη δημοπρασία.
– Πέτυχε να θέσει τις προϋποθέσεις για την ικανοποίηση του δικαιώματος των κατοίκων ακόμα και της πιο απομακρυσμένης περιοχής στην Ελλάδα στην ψηφιακή τηλεοπτική ενημέρωση και ψυχαγωγία, επιβάλλοντας στον πάροχο δικτύου, την υποχρέωση ανάπτυξης δικτύου σε όλη την χώρα, την υποχρέωση μη διακριτικής μεταχείρισης και ελέγχου τιμών στις χρεώσεις για όλους τους μεταδιδόμενους τηλεοπτικούς σταθμούς (εθνικούς και περιφερειακούς), αλλά και την υποχρεωτική μετάδοση των περιφερειακών τηλεοπτικών σταθμών δεδομένου ότι δεν υπήρξε σχετικό επενδυτικό ενδιαφέρον για καμία περιοχή της ελληνικής επικράτειας.


Διασφαλίσθηκε συνεπώς:
– Μία διαδικασία ανοικτή προς όλους.
– Η μη προνομιακή ή διακριτική μεταχείριση των πιθανών ενδιαφερομένων.
– Ίδια κριτήρια προεπιλογής για τη συμμετοχή που ήταν γνωστά σε όλους.
– Η Ανάθεση βάσει της οικονομικής προσφοράς (αντικειμενική αξιολόγηση) και χωρίς βαθμολογία τεχνικής προσφοράς (που θα εμπεριείχε υποκειμενικότητα).
– Η παράλληλη διεξαγωγή των διαδικασιών για τη χορήγηση τόσο εθνικών όσο και περιφερειακών αδειών ώστε οι συμμετέχοντες να έχουν τη δυνατότητα να καταστρώσουν, χωρίς αβεβαιότητες και περιορισμούς, το επιχειρηματικό τους πλάνο.


Έθεσε τις βάσεις ώστε να τερματιστεί το σημερινό μεταβατικό καθεστώς όπου δεν υφίστανται αδειοδοτημένοι πάροχοι επίγειας ψηφιακής τηλεόρασης και δεν καταβάλλεται το τίμημα από τη χρήση των συχνοτήτων με αρνητικό αποτέλεσμα για τα δημόσια έσοδα. Συγκεκριμένα, η ΕΕΤΤ:
– Υποχρέωσε, βάσει του τεύχους προκήρυξης, τον πάροχο εθνικού δικτύου να «αγοράσει» στην τιμή εκκίνησης και όλες τις περιφερειακές άδειες για τις οποίες δεν υπήρχε επενδυτικό ενδιαφέρον (π.χ., σε νησιωτικές περιοχές του Αιγαίου και άλλες ακριτικές περιοχές).
– Επέβαλε στον πάροχο δικτύου ένα συμβατικό όρο για τον έλεγχο τιμών στις χρεώσεις προς τους περιφερειακούς τηλεοπτικούς σταθμούς, σύμφωνα με τεχνοοικονομικό μοντέλο, αλλά και την υποχρέωση της μη διακριτικής μεταχείρισης μεταξύ των σταθμών (ποιότητα υπηρεσίας, χρόνος εξυπηρέτησης, τιμολόγηση, νέες υπηρεσίες).
– Το τεύχος προκήρυξης γνωστοποιήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή η οποία δεν εξέφρασε αντίρρηση.


Δ. Το ανεπίτρεπτο ματαίωσης του Διαγωνισμού
Οι ισχυρισμοί που αναπτύσσονται στα δημοσιεύματα στα οποία αναφέρεται ότι η ΕΕΤΤ όφειλε να ματαιώσει τον Διαγωνισμό επειδή ουσιαστικά μετείχε μόνον ένας Υποψήφιος, όπως αναλύεται πιο κάτω, στερούνται κάθε νομικής βασιμότητας.


Καταρχάς, από καμία διάταξη νόμου δεν προκύπτει η υποχρέωση ακύρωσης μίας διαγωνιστικής διαδικασίας λόγω της συμμετοχής ενός υποψηφίου.


Εξάλλου, το Συμβούλιο της Επικρατείας με την παγία νομολογία του έχει κρίνει ότι η συμμετοχή ενός μόνο ενδιαφερομένου δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου τη ματαίωση του διαγωνισμού, αλλά απαιτείται η σχετική απόφαση να αιτιολογείται ειδικώς, με αναφορά στα στοιχεία της υποβληθείσης προσφοράς. Εν προκειμένω, η μοναδική υποβληθείσα προσφορά πληρούσε τις σχετικές διατάξεις της Διακήρυξης.


Επίσης, το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχεται ότι νόμιμο λόγο ματαιώσεως συνιστά, μεταξύ άλλων, η ανυπαρξία έστω και μιας παραδεκτής προσφοράς. Αντιθέτως, δεν αποτελεί νόμιμο αιτιολογικό έρεισμα της αποφάσεως περί ματαιώσεως, το γεγονός ότι από τους συμμετέχοντες στο διαγωνισμό, αποκλείσθηκαν όλοι, πλην ενός, με αποτέλεσμα να μην έχει εξασφαλισθεί επαρκής ανταγωνισμός κατά την αξιολόγηση της προσφοράς από οικονομική άποψη, αλλά απαιτείται στην περίπτωση αυτή να αιτιολογηθεί το ασύμφορο της μιας και μοναδικής αυτής προσφοράς.


Τέλος, η μη κατακύρωση του αποτελέσματος του Διαγωνισμού στον μοναδικό πλειοδότη Υποψήφιο θα ισοδυναμούσε με αθέτηση από την ΕΕΤΤ των κανόνων της Διακήρυξης που η ίδια θέσπισε, συνεπώς, θα συνιστούσε παράνομη συμπεριφορά της Διοίκησης της ΕΕΤΤ με πολλαπλές δυσμενείς συνέπειες τόσο για τη χώρα γενικότερα και την ΕΕΤΤ ειδικότερα όσο και για τις τηλεοπτικές επιχειρήσεις, οι οποίες θα είχαν έννομο συμφέρον να στραφούν κατά της ΕΕΤΤ.