Καθώς προχωρούν οι διαδικασίες για την πώληση του 10% του ΟΤΕ, διευκρινίζεται το τι μέλλει γενέσθαι.


megaro_ote_220Βάσει της συμφωνίας που υπεγράφη το 2008 ανάμεσα στους δύο βασικούς μετόχους του ΟΤΕ, το ελληνικό δημόσιο και την Deutsche Telekom, σε περίπτωση που η συμμετοχή του Δημοσίου μειωθεί στο 15% χάνει μία θέση στο διοικητικό συμβούλιο του ΟΤΕ. Με την ενεργοποίηση της συμφωνίας το διοικητικό συμβούλιο θα είναι ενδεκαμελές και όχι δεκαμελές όπως είναι σήμερα, με την DT να διορίζει έξι μέλη και το ελληνικό δημόσιο πέντε μέλη.


Επίσης, επειδή το ποσοστό του Δημοσίου θα είναι πλέον κάτω του 10% χάνει και κάποια δικαιώματα αρνησικυρίας. Ειδικότερα χάνει ορισμένα δικαιώματα άσκησης βέτο πλην των ζητημάτων εθνικής ασφαλείας. Το ελληνικό δημόσιο χάνει κάθε δικαίωμα στη διοίκηση του ΟΤΕ σε περίπτωση όπου η συμμετοχή του βρεθεί κάτω από το 5%. Ειδικότερα, αν προχωρήσει στην πώληση και του 6% που του απομένει η συμφωνία παύει να ισχύει και το ελληνικό δημόσιο χάνει όλα τα δικαιώματά του.


Σημειώνεται ότι σήμερα το καθημερινό μάνατζμεντ του Οργανισμού ασκείται από το διευθύνοντα σύμβουλο του Οργανισμού, ο οποίος έχει διευρυμένες εξουσίες και διορίστηκε από την Deutsche Telekom αλλά και το ελληνικό δημόσιο, καθώς κατέχει και τη θέση του προέδρου. Ωστόσο, αν το ποσοστό του ελληνικού δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο του ΟΤΕ πέσει κάτω από το 15% θα πάψει να διορίζει πρόεδρο και το πρόσωπο που πλέον θα ηγείται στον ΟΤΕ θα είναι επιλογή της DT.


Συνολικά, η Deutsche Telekom θα κληθεί να πληρώσει περίπου 391 εκατ. ευρώ για το 10% των μετοχών του Οργανισμού, με το ελληνικό δημόσιο να χάνει περίπου 2 εκατ. ευρώ αν το 20ήμερο υπολογιζόταν με έναρξη την τιμή της μετοχής προχθές, όπου έγινε η συνάντηση των δύο πλευρών (μέση τιμή 20ημερου 6,947 ευρώ συν 15% primnium, φτάνοντας το 7,99 ευρώ).


Αν και για την εξαγορά του 10% η γερμανική πλευρά δεν έθεσε κανένα όρο, μιας και προβλεπόταν στη συμφωνία πώλησης του 2008, ωστόσο για το υπόλοιπο 6% αναμένεται να γίνουν «σκληρές» διαπραγματεύσεις. Η γερμανική εταιρεία, η οποία θα έχει πλέον στα χέρια της το 40% του ΟΤΕ, δεν θα προέβαινε σε εξαγορά επιπλέον ποσοστού χωρίς να πετύχει ταυτόχρονα μείωση του εργατικού κόστους μέσα από απολύσεις ή μετατάξεις. Επίσης, η διαμάχη με την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών – Ταχυδρομείων κορυφώνεται, με τη γερμανική εταιρεία να την χαρακτηρίζει «ως την πιο σκληρή ρυθμιστική αρχή», δηλώνοντας ότι πρέπει να γίνουν αλλαγές, ενώ η Επιτροπή, μέσω του προέδρου της κ. Λ. Καννέλου, έστειλε προχθές από την πλευρά της ηχηρό μήνυμα σε DT και ΟΤΕ ότι η ρύθμιση της αγοράς θα συνεχιστεί και πως οι ενέργειες της επιτροπής είναι καθόλα νόμιμες και προστατεύονται από το ευρωπαϊκό δίκαιο.


Μείωση προσωπικού
Αρση μονιμότητας ή μετατάξεις θα θέσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων οι Γερμανοί, ενώ οι εργαζόμενοι στον ΟΤΕ ξεκίνησαν ήδη απεργιακές κινητοποιήσεις. Παρά το γεγονός ότι στελέχη του Οργανισμού τονίζουν ότι ακόμα και η πλήρη ιδιωτικοποίηση της εταιρείας δεν αναμένεται να αλλάξει τη μονιμότητα του προσωπικού ή τις παρεμβάσεις της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών Ταχυδρομείων, το κλιμάκιο της DT είναι αποφασισμένο να διεκδικήσει τουλάχιστον ένα από τα δύο, ώστε να κάνουν αποδοτικότερη την επένδυσή τους.


Σύμφωνα με παλαιότερη έκθεση που είχε συνταχθεί για λογαριασμό του πρώην διοικητή του ΟΤΕ Π. Βουρλούμη, περίπου 2.000 άτομα -που εργάζονται σήμερα στις διοικητικές υπηρεσίες του Οργανισμού- θα μπορούσαν να απομακρυνθούν χωρίς να διαταραχθεί η εύρυθμη λειτουργία του ΟΤΕ. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι το εργασιακό κόστος στον ΟΤΕ έχει ανέλθει και πάλι στα ίδια επίπεδα με αυτά πριν από τη μεγάλη εθελουσία έξοδο του 2004, όπου είχαν αποχωρήσει περίπου 5.000 εργαζόμενοι.


Με τις παρούσες συνθήκες, η διοίκηση του OTE δεν μπορεί να μειώσει το κόστος προσωπικού στο μέσο όρο της E.E., που είναι περί το 25%, ενώ για τον Oργανισμό αποτελεί το 46% του συνολικού κόστους λειτουργίας του και αντιστοιχεί στο 35,3% των εσόδων του (το 2010 ανήλθε σε 766 εκατ. ευρώ).


Σε περίπτωση που η συμμετοχή του Δημοσίου μειωθεί στο 15% χάνει μία θέση στο διοικητικό συμβούλιο του ΟΤΕ, ενώ σε περίπτωση που πέσει κάτω από 10% χάνει κάποια δικαιώματα αρνησικυρίας. Σε περίπτωση που πέσει κάτω από 5% η συμφωνία παύει να ισχύει και χάνει όλα της τα δικαιώματα.