Ο Μέρντοχ δήλωσε ότι θα αναζητήσει τρόπους αφαίρεσης των ειδήσεων των μέσων του ομίλου του από τους καταλόγους αναζήτησης της Google, συμπεριλαμβανομένων του Google News.


newscorpbuildingΣτο παρελθόν εξάλλου, είχε εκφράσει την πρόθεση χρέωσης των επισκεπτών στις online εκδόσεις του, ενώ υποστηρίζει ότι δεν θα πρέπει να επιτρέπεται στις μηχανές αναζήτησης να εμφανίζουν τίτλους και παραγράφους από ειδήσεις τρίτων στα αποτελέσματα τους.


Με βάση τα σχέδια του, ο αρχικός στόχος ήταν για έναρξη χρέωσης του περιεχομένου είχε οριστεί για τον Ιούνιο του 2010, όμως οι μέχρι τώρα ενδείξεις δείχνουν ότι κάτι τέτοιο είναι μάλλον απίθανο. Επισημαίνεται ότι μεταξύ των τίτλων της News Corporation περιλαμβάνονται η Sun της Βρετανίας, η New York Post και η Wall Street Journal στις ΗΠΑ.


murdochΤους τελευταίους μήνες, ο Μέρντοχ και οι επιτελείς του έχουν κηρύξει πόλεμο δηλώσεων εναντίον της Google, κατηγορώντας τη για «κλεπτομανία» και «παρασιτική» δραστηριότητα στον ειδησεογραφικό κόσμο. Σε ερώτηση του δημοσιογράφου αν έχει σκεφτεί ότι η Google συμβάλλει στην αύξηση επισκεψιμότητας του site της Wall Street Journal, απάντησε «προτιμούμε λιγότερους χρήστες στις ιστοσελίδες μας, οι οποίοι όμως θα πληρώνουν για να διαβάζουν το περιεχόμενο».


Σχολιάζοντας τη συνέντευξη του Μέρντοχ, το blog τεχνολογίας TechCrunch, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αν ο Μέρντοχ θέλει λιγότερους χρήστες στο WSJ.com και τις άλλες ιστοσελίδες του, η ρήξη με τη Google είναι ο τέλειος τρόπος για να το πετύχει». Περίπου 25% της κυκλοφορίας του WSJ.com προέρχεται από τα αποτελέσματα της μηχανής αναζήτησης της Google ή από την υπηρεσία Google News, σύμφωνα με υπολογισμούς της Hitwise.


Επιπλέον, σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, περίπου 44% των επισκεπτών στην ιστοσελίδα της Wall Street Journal είναι καινούργιοι, οπότε, από αυτή την άποψη, το Google κάνει πολύ καλή δουλειά στο να φέρνει νέους χρήστες στην ιστοσελίδα. Στο μεταξύ, η εφημερίδα εξακολουθεί να διατηρεί τη συμφωνία που έχει συνάψει με τη Google, η οποία επιτρέπει στη μηχανή αναζήτησης να παρακάμπτει το συνδρομητικό «τείχος» και να εμφανίζει ολόκληρα τα άρθρα της όταν ο χρήστης προέρχεται από τη Google, συμφωνία που έρχεται σε σαφή αντίθεση με τις προθέσεις του Μέρντοχ.


Εφόσον ο Αυστραλός μεγιστάνας τελικά υλοποιήσει όσα λέει και προχωρήσει στην απαγόρευση δημοσίευσης οποιουδήποτε περιεχομένου της Wall Street Journal στα αποτελέσματα της Google, θα πρέπει, προφανώς, πρώτα απ’ όλα να καταργήσει τη συμφωνία που μόλις αναφέρθηκε. Το επιχειρηματικό μοντέλο που θα προκύψει, θα βασίζεται σε ένα υβριδικό μοντέλο εσόδων, όπου τα διαφημιστικά έσοδα που θα χαθούν από τη μείωση των χρηστών που θα έχουν πρόσβαση στο περιεχόμενο θα αντισταθμίζεται από τις συνδρομές. Φυσικά, ακόμη δεν μπορεί να υπολογιστεί κατά πόσο θα λειτουργήσει αποτελεσματικά ένα τέτοιο μοντέλο, και αυτό εξάλλου είναι ζητούμενο για όλη την αγορά των εφημερίδων, που εδώ και καιρό αναζητούν τρόπους δημιουργίας εσόδων από τις online δραστηριότητες τους.


Παράλληλα, δεν μπορεί να μη ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η Wall Street Journal είναι, κατά γενική ομολογία, η μόνη εφημερίδα που έχει καταφέρει να εφαρμόσει συνδρομητικό μοντέλο για τη διαδικτυακή της έκδοση που να αποφέρει ουσιαστικά έσοδα. Όπως έχουν επισημάνει στο παρελθόν αναλυτές, αυτό συμβαίνει γιατί το περιεχόμενο της Wall Street Journal δε μπορεί να βρεθεί αλλού, κυρίως σε επίπεδο αναλύσεων, αλλά και γιατί πρόκειται για εξειδικευμένο περιεχόμενο οικονομικής φύσεως, που οι καταναλωτές προτίθενται να πληρώσουν για να διαβάσουν. Δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο κατά πόσο μια τέτοια στρατηγική θα στεφθεί από επιτυχία για ειδήσεις γενικής φύσης που οι χρήστες μπορούν εύκολα να βρουν δωρεάν από πολλές άλλες διαδικτυακές πηγές.


Ανεξάρτητα από τις χαρακτηριστικές και κάποιες φορές πομπώδεις δηλώσεις του, το γεγονός είναι ότι ο Ρούπερτ Μέρντοχ είναι αυτή τη στιγμή ο μοναδικός ιδιοκτήτης μέσων ενημέρωσης που σκέφτεται τόσο έντονα και δηλώνει ανοιχτά την πρόθεση χρέωσης του περιεχομένου που δημοσιεύει στο Διαδίκτυο. Εξάλλου, τα δραστικά μέτρα και οι εντυπωσιακές κινήσεις ήταν πάντα χαρακτηριστικό της διευθυντικής του καριέρας, όπως η δραματική ρήξη του με τα εργατικά συνδικάτα της Βρετανίας το 1986, όταν προχώρησε σε εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων και μείωση του κόστους εκτύπωσης των εφημερίδων του, που συνοδεύτηκε από μαζική απόλυση 6.000 εργαζομένων. Και ίσως, αν ο Αυστραλός κάνει την αρχή, να ακολουθήσουν και άλλοι με παρόμοια ή εντελώς νέα μοντέλα χρέωσης, ώστε τουλάχιστον να διαπιστωθεί, σε πρακτικό πλέον επίπεδο, η πρόθεση των χρηστών να πληρώσουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, για το περιεχόμενο στο Ίντερνετ.