Την αντίθεσή του εκφράζει ο ΟΤΕ σε επίσημο κείμενο, δηλώνοντάς την απροθυμία του να συμμετάσχει στη δημόσια διαβούλευση για τη δημιουργία δικτύου οπτικών ινών που θα φθάνει μέχρι 2 εκατ. νοικοκυριά.


ote-vdslΟ Οργανισμός όπως φαίνεται από τη συνολική αυτή τοποθέτησή του προχωρά πλέον τη δική του επένδυση -άλλωστε λόγω εκλογών το επίμαχο έργο βρίσκεται στον αέρα- ενώ αφήνει να εννοηθεί σαφώς ότι σε περίπτωση που το σχέδιο της απερχόμενη κυβέρνησης προχωρήσει ως έχει, θα προσφύγει στην Ευρωπαϊκή Ενωση.


Ο ΟΤΕ αρχικά ξεκαθαρίζει ότι «ο στόχος της παροχής υψηλής ταχύτητας ευρυζωνικότητας σε όλους είναι αναμφισβήτητα θεμελιώδης για την ανάπτυξη της χώρας και βρίσκει σύμφωνους όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και τον ΟΤΕ» και στη συνέχεια υπογραμμίζει:


«Θεωρούμε ότι η συγκεκριμένη πρωτοβουλία παρουσιάζει πολλά άλυτα θέματα δικαίου του ανταγωνισμού, τα οποία οδηγούν σε βασικές στρεβλώσεις στην αγορά και τα οποία θα πρέπει να επιλυθούν μετά από διαβούλευση με την Ε.Ε. και τους παίκτες της αγοράς προτού η κυβέρνηση προχωρήσει σε οποιαδήποτε προκήρυξη διαγωνισμού για το έργο».


Στο κείμενο συνολικής έκτασης 44 σελίδων η διοίκηση του ΟΤΕ αναφέρεται μεταξύ άλλων στο τι κάνουν άλλες χώρες, στις διαθέσιμες τεχνολογίες, ενώ αναλύει με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία την πρόταση του υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών (ΥΜΕ). Οι βασικότερες θέσεις του Οργανισμού διατυπώνονται ως εξής:


«Ο ΟΤΕ θεωρεί, ότι η οικονομική μελέτη του έργου εγείρει ερωτηματικά καθώς υποεκτιμούνται τα λειτουργικά κόστη, ενώ στην περίπτωση επέκτασης του δικτύου πέρα από τα δύο μεγάλα αστικά κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, η επένδυση δεν είναι οικονομικά βιώσιμη στη χρονική περίοδο που αναφέρεται. Χρειάζεται μελέτη σκοπιμότητας ώστε να σταθμιστούν τα οφέλη ως προς το κόστος υλοποίησης με βάση τις διαφορετικές αρχιτεκτονικές και το χρόνο υλοποίησης.


Η πρόταση του ΥΜΕ θα εντείνει το υφιστάμενο ψηφιακό χάσμα μεταξύ των αστικών κέντρων και της Περιφέρειας, που ασφαλώς δεν είναι οι πρωτεύουσες των νομών, αλλά περιοχές απομονωμένες και δυσπρόσιτες, χωρίς υποδομές ζευκτικού δικτύου που ακόμη και σήμερα στερούνται πρόσβασης σε κάθε μορφή ευρυζωνικότητας.


Επιπλέον, δεδομένου ότι εστιάζει σε αστικές περιοχές, στις οποίες αναμένεται να αναπτυχθούν, στο άμεσο μέλλον, με ιδιωτική πρωτοβουλία και ειδικότερα από τον ΟΤΕ δίκτυα πρόσβασης νέας γενιάς δημιουργεί απορίες για τη λειτουργία του ανταγωνισμού, ενώ τα μέτρα που υιοθετεί δημιουργούν ερωτηματικά σε σχέση με την προώθηση επενδυτικών σχεδίων λόγω της μη αναλογικότητάς τους.


vdslΗ πρόταση δημιουργεί κατά βάση ένα νέο καθεστώς οιονεί μονοπωλίου, το οποία ενδέχεται να επηρεάσει την ποιότητα των υπηρεσιών και την τιμή στην οποία παρέχονται οι υπηρεσίες προς τους πολίτες, ενώ το μέλλον του δεν είναι εξασφαλισμένο και εξαρτάται από την επαλήθευση προβλέψεων σε μεγάλο βάθος χρόνου.


Ο συνδυασμός των σχετικών νομοθετικών προβλέψεων συνιστά ευθεία παραβίαση της αρχής της διάκρισης μεταξύ παρόχων, αλλά και των τεχνολογιών και δημιουργεί συνθήκες στρέβλωσης της αγοράς παρέχοντας σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στον Ε.ΦΟ.ΔΙΑ (ο φορέας υλοποίησης του έργου) έναντι οποιασδήποτε άλλης εταιρείας, ενδεχομένως θα ήθελε να αναπτύξει δίκτυα πρόσβασης νέας γενιάς αναγκάζοντας έτσι τις άλλες τηλεπικοινωνιακές εταιρείες να συνεργαστούν με αυτόν, ειδάλλως θα καταρρεύσουν λόγω αθέμιτου ανταγωνισμού».


Η αντιπρόταση
Ο ΟΤΕ εκτιμά ότι η μετάβαση στα δίκτυα πρόσβασης νέας γενιάς θα πρέπει να είναι σταδιακή, έτσι ώστε να είναι δυνατή η παροχή αυξημένων ταχυτήτων (π.χ. 50Mbps) σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, να υπάρξει κατάλληλη εκπαίδευση των χρηστών, να αναδυθούν νέες υπηρεσίες, οι οποίες θα απαιτούν αυξημένες ταχύτητες πρόσβασης, να μειωθεί το κόστος της επένδυσης.


Ο Οργανισμός σχεδιάζει την ανάπτυξη ενός δικτύου πρόσβασης νέας γενιάς, τεχνολογίας FTTC/ VDSL2, που θα παρέχει ευρυζωνικές υπηρεσίες με ταχύτητες 50Mbps downlink και 15Mbps uplink στην Αθήνα, Θεσσαλονίκη και σε άλλες μεγάλες πόλεις για τους οικιακούς συνδρομητές, ενώ για τους εταιρικούς συνδρομητές θα παρέχονται λύσεις μεγαλύτερων ταχυτήτων πρόσβασης.


Το δίκτυο αυτό μπορεί να καλύψει τις πλέον καινοτόμες υπηρεσίες που έχουν αναπτυχθεί έως σήμερα με τρόπο γρήγορο, οικονομικό και αποτελεσματικό, ενώ έχει τη δυνατότητα αναβάθμισης σε επόμενη φάση.