Από την εφαρμογή του σε 350 σημεία σε όλη την επικράτεια, τα περισσότερα δεν τέθηκαν ποτέ σε λειτουργία.


Του Ματθαίου Τσιμιτάκη,
Καθημερινή 23/11/2013


wifi zoneH συζήτηση που γίνεται τελευταία για το wifi είναι εξόχως αποκαλυπτική των στρεβλώσεων, της κακοδιαχείρισης και των ιδεοληψιών που χαρακτηρίζουν την ανάπτυξη της ευρυζωνικότητας στην Ελλάδα.


Οι ασύρματες συνδέσεις δημιουργούν το έδαφος για την εκμετάλλευση ενός από τους ταχύτερα αναπτυσσόμενους κλάδους των τελευταίων δέκα ετών, αυτόν του mobile computing. Από την έκδοση ενός πιστοποιητικού, μέχρι την ταυτοποίηση κάποιου, την πληρωμή, ή την αγορά αγαθών και υπηρεσιών, όλα μπορεί να υλοποιούνται μέσω έξυπνων συσκευών. Ομως η δημιουργία τέτοιου περιβάλλοντος απαιτεί τόσο τη δημιουργία ενός πλέγματος προσβάσιμων δημόσιων και ιδιωτικών συνδέσεων, όσο και την ανάπτυξη ψηφιακών υπηρεσιών.


Από το 2007 υπήρξαν τουλάχιστον τρία ευρωπαϊκά προγράμματα επιδότησης δωρεάν ασύρματης ευρυζωνικότητας με πολύ κακά αποτελέσματα. Στo πλαίσιo του επιχειρησιακού προγράμματος Κοινωνία της Πληροφορίας χρηματοδοτήθηκε έργο με τίτλο «Ανάπτυξη Δημόσιων Σημείων Ασύρματης Πρόσβασης στο Διαδίκτυο (Public Hotspots) και Εγκατάσταση και Λειτουργία ασύρματων τοπικών δικτύων», ύψους επτά εκατομμυρίων ευρώ, περίπου, το οποίο αφορούσε σε 600 δημόσιους εξωτερικούς (πλατείες, λιμάνια, κ.λπ.) και εσωτερικούς χώρους (δημόσια κτίρια). Υλοποιήθηκαν έργα σε 350 σημεία, όμως αν δει κανείς τον χάρτη που αποτυπώνει τη λειτουργία τους σήμερα (www.publichotspots.gov.gr) θα διαπιστώσει ότι η συντριπτική πλειονότητα των σημείων δεν ετέθησαν ποτέ σε λειτουργία.


Μάλιστα, παράγοντες της τότε διοίκησης αναφέρουν ότι η απουσία ελέγχου ποιότητας των έργων οδήγησε σε ευτράπελα, όπως να στήνονται σημεία ασύρματης πρόσβασης σε δημόσια κτίρια και μετά την παράδοση να μεταφέρονται σε γειτονικές καφετέριες, υπερτιμολογήσεις στο δεκαπλάσιο του κόστους κ.ο.κ. Αρκεί να αναφέρουμε ότι το πρόγραμμα open wifi, που υλοποίησε την ίδια περίοδο η Εταιρεία Λογισμικού Ανοικτού Κώδικα (ΕΛΛΑΚ) με εθελοντές από όλη την Ελλάδα, τοποθέτησε 500 σημεία δημόσιας πρόσβασης με κόστος που δεν ξεπερνούσε τα 100 ευρώ ανά hotspot, την ώρα που η κρατική επιδότηση χρηματοδοτούσε και με 1.000 ευρώ την τοποθέτηση ανάλογου σημείου.


Στο πλαίσιο του Γ΄ ΚΠΣ υλοποιήθηκε επιδότηση επιχειρήσεων με τίτλο «Χρηματοδότηση Επιχειρήσεων για τη δημιουργία σημείων ασύρματης ευρυζωνικής πρόσβασης – Wireless Hotspots» για την εγκατάσταση ασύρματης πρόσβασης στο Διαδίκτυο σε 561 επιχειρήσεις με προϋπολογισμό 10,6 εκατ. ευρώ. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα δεν υποχρέωνε τις επιχειρήσεις να παράσχουν δωρεάν πρόσβαση στους καταναλωτές, παρότι συνοδευόταν από εγχειρίδιο καλών πρακτικών που την προέβλεπαν. Και πάλι δεν υπήρξε έλεγχος ποιότητας. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, όμως, της απροθυμίας του Δημοσίου να εκσυγχρονιστεί είναι το ότι στο «Σύζευξις δύο» υπάρχει πρόγραμμα εγκατάστασης wifi, για το οποίο έχουν δείξει ενδιαφέρον ελάχιστες δημόσιες υπηρεσίες.


Ωστόσο, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι το wifi δεν αναπτύχθηκε στην Ελλάδα. Περίπου όλες οι επιχειρήσεις εστίασης διαθέτουν σύνδεση την οποία μάλιστα προσφέρουν στους πελάτες τους με κωδικό. Αυτό που δεν υπήρχε και εν πολλοίς δεν υπάρχει ακόμα, είναι οι δημόσιες εφαρμογές και υπηρεσίες που θα έκαναν κατανοητή την αναπτυξιακή του διάσταση. Το ψηφιακό εισιτήριο για τα μέσα μεταφοράς μόλις που εξαγγέλθηκε, οι υπηρεσίες των περισσότερων υπουργείων παραμένουν αναλογικές ή αποσπασματικές και οι τράπεζες δεν δημιούργησαν ποτέ ικανοποιητικά προϊόντα ψηφιακής καταναλωτικής πίστης με σκοπό να τονώσουν την αγορά (παράδειγμα το ψηφιακό πορτοφόλι). Ακόμα και οι ηλεκτρονικές υπηρεσίες που λειτουργούν ικανοποιητικά σε περιβάλλον Η/Υ, όπως η ηλεκτρονική συνταγογράφηση και οι υπηρεσίες του taxis, δεν έχουν σχεδιαστεί για κινητές συσκευές.


Μια έρευνα του Ψηφιακού Θεματολογίου της Ε.Ε. που δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο βρήκε ότι η ζήτηση για wifi αυξάνεται στην Ευρώπη σε αντίθεση με άλλες μορφές σύνδεσης. Μάλιστα προβλέπει πως από το 2000 ώς το 2017 ο συνολικός όγκος δεδομένων που θα διακινηθεί ασύρματα θα αναπτυχθεί με ρυθμό της τάξης του 66%. Το 80% αυτού αφορά σε δίκτυα wifi και όχι δίκτυα κινητής τηλεφωνίας.