Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Θεόδωρου Ζιάκα, Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Πληροφοριακών Συστημάτων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, δημοσιεύθηκε στην “Καθημερινή της Κυριακής”, 20/9.


j0409254Στο άρθρο παρουσιάζεται η κατάσταση που επικρατεί εδώ και δεκαετίες στη Δημόσια Διοίκηση, από την οποία έχουν περάσει δισεκατομμύρια ευρώ για να αποκτήσει στοιχειωδώς ψηφιακές και συλλειτουργούσες υπηρεσίες.


Στο διαφωτιστικό κείμενο σημειώνεται ότι μια νέα πολιτική για την πληροφορική στο Δημόσιο θα κέρδιζε σε ορθότητα στόχευσης και σε εφαρμοσιμότητα, αν λάμβανε υπόψη τον σαφώς αρνητικό απολογισμό της τελευταίας 25ετίας. Ο συγγραφέας του, μάχιμος όλη αυτή τη μακρά περίοδο, από διάφορες υπεύθυνες υπηρεσιακές θέσεις στον κλάδο, διαμορφώνει κατασταλαγμένη άποψη, την οποία και καταθέτει: “η πληροφορική στο Δημόσιο είναι σαν τον άπατο πίθο των Δαναΐδων. Δεν γεμίζει με τίποτα, όσα εκατομμύρια κι αν «απορροφήσει». Η διαπίστωση αυτή αποκτά, ίσως, ιδιαίτερη βαρύτητα στο πλαίσιο της τρέχουσας βαθιάς δημοσιονομικής κρίσης”, σημειώνει χαρακτηριστικά.


Στο κείμενο τονίζεται ότι δαπανώνται μεγάλα ποσά, χωρίς κάποιο πρακτικό αντίκρισμα για τη λειτουργία του συστήματος και την ωφέλεια των πολιτών. Ο κ. Ζιάκας τονίζει “Εκ πείρας γνωρίζω ότι το πρόβλημα της διαφάνειας και της αποτελεσματικότητας (από τη σκοπιά του πολίτη) δεν είναι «τεχνικό». Δεν προσκρούουμε σε «τεχνική ανεπάρκεια» ή «καθυστέρηση», δεν μας λείπουν δηλαδή τα μέσα ή η ειδημοσύνη στο πεδίο των ΤΠΕ (τεχνολογία πληροφορικής και επικοινωνιών). Το πρόβλημα είναι κατ’ εξοχήν διοικητικό – πολιτικό”.


“Πιο συγκεκριμένα: Παρά τις πάγιες διακηρύξεις (για την «πάταξη» της διαφθοράς και πάσης άλλης κακοδαιμονίας, «με τη βοήθεια της πληροφορικής») η στάση της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας και της εκάστοτε εκ μέρους της διοριζόμενης ανώτατης υπηρεσιακής διοίκησης υπήρξε, όλα αυτά τα χρόνια, σαφώς αρνητική στην αξιοποίηση της πληροφορικής προς το σκοπό της δημόσιας διαφάνειας. Στην πράξη, οι ηγεσίες αυτές περιφρούρησαν, με άτεγκτη μάλιστα αυστηρότητα και αξιοσημείωτη συνέπεια, το υφιστάμενο αδιαφανές για τον πολίτη σύστημα, κρατώντας σταθερά την πληροφορική απ’ έξω. Αν υπήρξαν εξαιρέσεις, τις οποίες αγνοώ, θα τις επεκαλούμην ως απλή επιβεβαίωση του κανόνα”.


Στις αιτίες του προβλήματος σημεώνεται η έλλειψη σύγχρονης τεχνολογικής «κουλτούρας» από τα στελέχη, γεγονός που αποτελεί τροχοπέδη στον εκσυγχρονισμό. Σημειώνεται επίσης ότι “η ελληνική Δημόσια Διοίκηση είναι άριστα δομημένη, διαφανέστατη, ευελικτότατη και αποτελεσματικότατη, αλλά ως προς έναν διαμετρικά αντίθετο σκοπό: την απρόσκοπτη λειτουργία και αναπαραγωγή του πελατειακού συστήματος”.


Δίδεται έμφαση στο ότι “η αμφίδρομη σχέση του πολιτικού διαχειριστή και περιστασιακού ιδιοκτήτη του κράτους με τον ιδιώτη πελάτη του (χορηγό, ομάδα πίεσης, ψηφοφόρο) εξυπηρετείται θαυμάσια από τον υφιστάμενο και κοινωνικώς αδιαφανή τρόπο λειτουργίας της κρατικής «μηχανής», ενώ τονίζεται επίσης ότι “ο διακηρυσσόμενος σκοπός της εισαγωγής των τεχνολογιών της πληροφορικής στο Δημόσιο –να βλέπει ο πολίτης και μάλιστα on line real time πού πηγαίνουν τα λεφτά– βρίσκεται στους αντίποδες του όλου «συστήματος». Αντίκειται στην πελατειακή του φύση”.


Ο αρθρογράφος εισάγει τον όρο του «λευκού ελέφαντα», ο οποίος σημαίνει ότι το όποιο «έργο» έχουν κάνει και «υποστηρίζουν» οι εταιρείες πληροφορικής, είναι ασήμαντο μπρος στο κόστος της δικής τους διατήρησης. “Αν λάβει κάποιος τον κόπο να συγκρίνει τα χρήματα που «απορρόφησαν» οι «μεγάλες» εταιρείες του κλάδου, με τη χρηστική αξία των συστημάτων που «παρέδωσαν», σίγουρα θα μελαγχολήσει. Αν σκεφθεί, π. χ., ο υπουργός των Οικονομικών τι κόστισε και τι καθημερινά του κοστίζει, σε σχέση με τις υπηρεσίες που του παρέχει, το ΚΕΠΥΟ (Κέντρο Πληροφορικής Υπουργείου Οικονομίας), ο πληροφορικός αυτός γίγαντας που έχει στη διάθεσή του, είμαι σίγουρος ότι θα βάλει τα κλάματα”.


Οι μεγάλες εταιρείες του κλάδου φέρονται να εκμεταλλεύτηκαν την μεγάλη εισροή κεφαλαίων από την Ευρώπη, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα “να κατασκευαστούν εκ των άνω και να γιγαντωθούν με συστηματικό μπούκωμα. Και να καταστραφεί το πολλά υποσχόμενο πληροφορικό οικοσύστημα, που είχε αρχίσει από μόνο του (διά της «φυσικής επιλογής») να αναπτύσσεται στη χώρα τη δεκαετία του ’80”, ενώ σε άλλο σημείο γράφεται ότι “στη σκιά των παραφουσκωμένων «μεγεθών» του χώρου υπάρχει και η μεγάλη μάζα των ταπεινών εργατών της πληροφορικής”.


Για τους τελευταίους διευκρινίζεται ότι “με τα ψίχουλα, που τύχαινε να πέφτουν από το λουκούλειο τραπέζι των «μεγάλων», αυτοί έφτιαξαν και συντηρούν συστήματα ικανά να καλύπτουν πραγματικές ανάγκες. Συστήματα που δουλεύουν. Δημιούργησαν αυτά τα χρόνια ένα σημαντικό κεφάλαιο γνώσης, εφαρμογών και δεδομένων, «βάθους» δεκαετίας και άνω”.


Εν είδει συμπεράσματος, ο κ. Ζιάκας εκφράζει την ακόλουθη άποψη: “αναπροσανατολίστε την κρατική μηχανή από την εξυπηρέτηση του ιδιωτικού – πελατειακού συμφέροντος στην εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος και θα δείτε ότι ο πληροφορικός εκσυγχρονισμός της είναι σήμερα παιγνιδάκι. Και με σχετικά ασήμαντο κόστος”.


Ένα πραγματικά χρήσιμο άρθρο για όποιον αναλάβει τα ηνία της χώρας μετά τις εκλογές…